Η γιαγιά και ο εγγονός
Περίπου πρίν 16 χρόνια και επί της οδού Θηβών στο Περιστέρι γύρω στίς 10.00 πμ μου κάνει σινιάλο να σταματήσω μια κυρία τρίτης ηλικίας περίπου στα 85 έτη. Σταμάτησα δίπλα της και με την πρώτη ματιά κατάλαβα πώς η κυρία θέλει βοήθεια για να μπεί μέσα στο αυτοκίνητο. Κατέβηκα και βοήθησα λοιπόν την κυρία να μπεί μέσα στο ταξί. Καλημέρα και πάλι κυρία μου λέω και πείτε μου που πηγαίνουμε. Πήρε βαθιά ανάσα και με μπόλικο κουράγιο μου λέει πώς θα πάμε στην οδό Καρνεάδου στο Κολωνάκι. Καλώς είπα και ξεκίνησα. Σε δυό λεπτά περίπου η κυρία μου επισημαίνει πώς είναι πολύ άσχημο πράγμα τα γεράματα και πώς πηγαίνει σε γιατρό καρδιολόγο. Αυθόρμητα και αφού είχα δεί προηγουμένως πώς ήταν πολύ δυσκίνητη τήν ρώτησα γιατί δεν την συνοδεύει κάποιος δικός της. Εκείνη με ύφος σκεπτικιστικό μου απάντησε πώς τα παιδιά της είναι στη δουλειά και πώς δεν ήθελε να γίνει βάρος σε κανένα. Μιλήσαμε στη διαδρομή και είπαμε και άλλα που δεν είναι φρόνιμο να κατατεθούν από πλευράς μου και μετά από κάποια ώρα φθάσαμε στο σημείο που ήθελε η κυρία. Ένα σημείο δύσκολο αφού ο δρόμος είναι πολύ στενός και παρκαρισμένα αυτοκίνητα και από τις δύο πλευρές. Άναψα τα αλάρμ του αυτοκινήτου και η κυρία έψαχνε το πορτοφόλι της για να με πληρώσει με το αντίτιμο της διαδρομής. Πίσω μου όπως είναι λογικό έγινε κάποια μικρή ουρά αυτοκινήτων και ο ακριβώς πίσω από εμένα άρχισε να κορνάρει παρατεταμένα και να φωνάζει και κάποια σχετικά κοσμητικά επίθετα...Η κυρία αγχώθηκε και φώναζε: Σταμάτα να κορνάρεις ευλογημένε...Λύσσαξες...Προσπάθησα να την ηρεμήσω λέγοντας να μη δίνει σημασία και πώς άς περιμένουν και λίγο...Δεν θα πάθουν τίποτα...Κάποια στιγμή ακούω χτυπήματα στο πόρτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου και κοιτάζοντας από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου βλέπω ένα νεαρό να χτυπάει με σφαλιάρες το αμάξι και να συνεχίζει τα κοσμητικά του. Η κυρία φοβήθηκε για λίγο και με ρωτάει να ανοίξω την πόρτα;Κράτησα την ηρεμία μου και της απαντώ πώς: περιμένετε λίγο κατεβαίνω να σας βοηθήσω. Κατήβηκα λοιπόν και ευτυχώς ο νεαρός είχε γυρίσει πρός το αυτοκίνητό του και έξω από αυτό, συνεχίζει τα κοσμητικά του που αφορούσαν το πρόσωπό μου,αλλά αυτή την φορά τά έλεγε στην κοπέλα του που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο. Βλέποντάς με έξω από το αμάξι προσπάθησε να κινηθεί απειλητικά εναντίον μου αλλά συναντώντας τα βλέμματά μας το ξανασκέφθηκε. Προσπαθώ λοιπόν να βοηθήσω την κυρία να κατέβει από το αυτοκίνητο και ο νεαρός στο αποκορύφωμά του φωνάζει πρός την κυρία. Που πάς κυρά μου μόνη σου τέτοια ώρα αφού δεν μπορείς να πάρεις τά πόδια σου;Πραγματικά δεν του έδωσα σημασία καθόλου και αφού έβγαλα την κυρία έξω συνεχίζω να την βοηθάω για να πάμε πρός την είσοδο της πολυκατοικίας που ήταν και το ιατρείο. Η κυρία αγανακτισμένη από τα τόσα που είχε ακούσει από τον νεαρό γυρνάει πρός το μέρος του και του λέει: Σα δε ντρέπεσαι λίγο...αλλά η φωνή της κόβεται για λίγο και ακούω που λέει: Νίκο εσύ είσαι τόση ώρα που φωνάζεις;;;Γιαγιά λέει ο νεαρός σοκαρισμένος πλέον,και τρέχει για να τη βοηθήσει και εκείνος. Η γιαγιά λοιπόν για να δικαιολογήσει τον εγγονό της που δεν πίστευε στα μάτια του πώς τόση ώρα έβριζε την γιαγιά του μού λέει. Παιδάκι μου μη τον παρεξηγείς...νέο παιδί είναι 23 χρονών...Δεν μίλησα και αφού την χαιρέτισα χτυπώντας τη φιλικά στην πλάτη γύρισα στο αμάξι μου. Έρχεται ο νεαρός τρέχοντας και μου ζητάει συγνώμη λέγοντας πώς δεν πίστευε στα μάτια του για αυτό που συνέβη. Ο επόμενος οδηγός πίσω από αυτόν που έβλεπε και άκουγε όλο το σκηνικό του φωνάζει με έντονο ύφος: Τώρα παλιομ@λ@κα ζητάς συγνώμη...Πρίν από λίγο άλλα φώναζες. Ο νεαρός πραγματικά δεν είχε κουράγιο ούτε κάν να μας κοιτάξει,και μπήκε περίλυπος μέσα στο αμάξι του. Ξεκίνησα το αυτοκίνητό μου και σε δυό λεπτά είχα αποβάλλει πλήρως από την μνήμη μου το περιστατικό. Σκέφθηκα πώς έχω άλλες εννέα ώρες βάρδιας.
Γράφει: Ο Χάρης Καψάλης