''ΤΟ ΞΥΝΟΓΑΛΟ''
ΤΡΙΤΗ 27/11/18 σήμερα και καθώς μπήκαμε σε προεκλογική
περίοδο,και στην Τ.V.μόνο για πείνα και δυστυχία του Λαού
γίνεται κουβέντα απ όλα τα κόμματα και οι εξαγγελίες πως αν
έρθουν αυτοί στην εξουσία θα τα γιατρέψουν όλα,εμένα ο νους
μου ξαναγύρισε στο γράμμα που κάποτε έγραψα στις εγγονές
μου με θέμα «Το Ξυνόγαλο.»
Το ξαναγράφω σήμερα αλλα και το συμπληρώνω, όμως με
μια διαπίστωση. Πως κάποιοι που πιθανόν να μη δοκίμασαν
ποτέ στη ζωή τους Ξυνόγαλο, όμως κυριευμένοι απ΄τη μανία
τους για τη συσώρευση πλούτου, να μη δοκίμασαν ποτέ τη χα-
ρά των τσιγγάνων με τις φαμίλιες τους, κάτω απ΄τις καρυδιές
του χωριού μας, και να μείναν με την αιώνια πείνα του Τάνταλου.
΄Επρεπε να μπώ στον 21ο αιώνα για να κατανοήσω κάποιες
έννοιες κάποιων φράσεων ή λέξεων όπως της φράσης «στερη-
τικό σύνδρομο»που μ΄απασχολούσε χρόνια και χρόνια. Μη γε-
λάσετε….για μένα η λέξη αφορά το Ξυνόγαλο!!!»
Από παιδί που ήμουν, δεν είχα χορτάσει ποτέ μου μια σιοπερ-
τοπαπάρα. Ευτυχώς σήμερα που γράφω αυτές τις λέξεις ξέρω
πως στο ψυγείο μου υπάρχει ένα μπουκάλι με ξυνόγαλο, και
πότε πότε σηκώνομαι και ρουφώ καμιά γουλιά και μου περνά
η δίψα. Σε κάποιο γράμμα μου προς τις εγγονές μου προ και-
ρού, τους έγραφα μια ιστορία απ΄τα παιδικά μου χρόνια, και
καθώς την αναλογιζόμουν, επειδή η ιστορία περιείχε και τη
φράση «σιομπερτοπαπάρα» δεν ξέρω τι ακριβώς με παρακίνη
σε να τη γράψω, η καθαυτή ιστορία ή η σιομπερτοπαπάρα.
Η ιστορία αφορούσε κάποια καλοκαίρια που κάποιες οικογέ-
νειες τσιγγάνων, έρχονταν και κατασκήνωναν στους ίσκιους
κάποιων πελώριων καρυδιών στους πρόποδες του χωριού. Τη
μέρα οι τσιγγάνοι έφτιαχναν σίτες και κόσκινα και τα πωλού-
σαν στους χωριανούς, οι δε τσιγγάνες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι
και μάζευαν ψωμιά και ξυνόγαλο. Εμείς οι πιτσιρίκοι κα
τα το ηλιοβασίλεμα μαζευόμασταν εκεί γύρω και χαζεύαμε τις
φαμίλιες, ξέροντας το τι θ΄ακολουθούσε. Οι τσιγγάνες επέστρε
φαν απ΄το γυρολόϊ στο Χωριό, άδειαζαν τα γκιούμια με το ξυ-
νόγαλο σε μια μεγάλη γαβάθα, έτριβαν ψωμιά μέσα και γίνον-
ταν μια τεράστια σιορμπετοπαπάρα.Τότε όλες οι φαμίλιες έπε-
ρναν από ένα κουτάλι, κι ορμούσαν στην παπάρα. Μόλις τελεί
ωνε το δείπνο, ο κάθε τσιγγάνος έβγαζε απ΄τη θήκη άλλος το
βιολί του άλλος το λαούτο κι άλλος το ντέφι του, και πήγαινε
το τσιφτετέλι από τσιγγάνες και τσιγγανάκια τρείς παράδες.
Αυτή τη σκηνή περιέγραφα στις εγγονές μου και τους έλεγα…
΄Ε Ολυμπία κι Ελένη και Βίκη, νομίζω πως από τότε έχω να
δώ τόσο πραγματικά ευτυχισμένες οικογένειες.!!!
Να όμως που σήμερα 27/11/18 η μανία μου με ξανατσίγγλησε
και μου γυρεύει να συμπληρώσω τα παραπάνω, γιατί πώς αλ-
λιώς να εξηγήσω αυτή την αφόρητη πείνα που έπιασε αυτούς
τους ανθρώπους, που μου θύμισαν τον Τάνταλο;
Γράφει: Ο Στογιάννης Αντώνης.