Ομιλία κ.Κώστα Ευ. Οικονόμουτ. Αναπλ. Καθηγητής Γλωσσολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων
«Γλωσσολογική ιχνηλάτηση γιαννιώτικων τοπωνυμίων»

Ομιλία κ.Κώστα Ευ. Οικονόμου τ. Αναπλ. Καθηγητής Γλωσσολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων «Γλωσσολογική ιχνηλάτηση γιαννιώτικων τοπωνυμίων


«Γλωσσολογική ιχνηλάτηση γιαννιώτικων τοπωνυμίων»
Ομιλία στο πλαίσιο των εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση των
Ιωαννίνων.
Ιωάννινα, 4 Φεβρουαρίου 2013
Οι ομιλίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας ιστορικής επετείου
αναφέρονται κατά βάση σε ιστορικά συμβάντα και πρόσωπα που συνδέονται με αυτά.
Υπενθυμίζουν επίσης τα ιδανικά και τα ιδεώδη που χαρακτήριζαν τα ιστορικά
γεγονότα, ιδεώδη διαχρονικής αξίας, συνδέοντας έτσι το παρελθόν με το παρόν.
Στο πλαίσιο αυτής της σύνδεσης θα προσεγγίσω ετυμολογικά μερικά
χαρακτηριστικά και εν πολλοίς γνωστά τοπωνύμια της πόλης, που δημιουργήθηκαν
πριν την εποχή της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων και εξακολουθούν να επιβιώνουν
μέχρι τις μέρες μας. Ας σημειωθεί πως μερικά από αυτά δεν έχουν δημιουργηθεί με
βάση την ελληνική γλώσσα, αλλά οφείλονται σε γλώσσες των οποίων οι φορείς
βρέθηκαν κατά καιρούς στην περιοχή και οι οποίοι στο πέρασμα του χρόνου
αφομοιώθηκαν και γλωσσικά από τους γηγενείς. Τα τοπωνύμια αυτά, που ο αριθμός
τους είναι αναγκαστικά μικρός λόγω του περιορισμένου χρόνου της ομιλίας μου,
είναι, σε αλφαβητική σειρά, τα γνωστά στους Γιαννιώτες παλιά τοπωνύμια Γιαλί
Καφενέ, Καλούτσια / Καλούτσιανη, Καραβατιά, Κουραμπάς, Κιάφα / Αïδόνι,
Λιθαρίτσια, Μάτσκας και Σιαράβα. Στόχος μου είναι να ανασκευάσω εσφαλμένες
ετυμολογικές συσχετίσεις, που έγιναν κατά το παρελθόν, συσχετίσεις οι οποίες έχουν
κατασταλάξει στη συνείδηση των συμπολιτών μας ως ορθές και διαιωνίζονται.
Η επιστημονική και ερευνητική μου ενασχόληση με τη Γλωσσολογία και
ιδιαίτερα με την Ονοματολογία φαινομενικά εκφεύγει από την ιστορική εκδοχή
2
επετειακών εκδηλώσεων, όπως του εορτασμού των 100 χρόνων από την
απελευθέρωση της πόλης μας. Ωστόσο η Γλωσσολογία και ιδιαίτερα η Ονοματολογία
έχουν αμφίδρομη σχέση, όχι μόνο με τα ιστορικά δεδομένα, αλλά και με τα δεδομένα
άλλων επιστημών, όπως της Λαογραφίας, της Γεωλογίας, της Εθνολογίας κ.λπ. Όπως
θα φανεί κατά την ετυμολογική ανάλυση των επιλεγέντων τοπωνυμίων, η σχέση της
Ονοματολογίας με το ιστορικό γίγνεσθαι είναι άρρηκτα δεμένη. Ειδικά για την
περιοχή μας, για την οποία οι ιστορικές μαρτυρίες είναι εξαιρετικά πενιχρές, η
συμβολή της Ονοματολογίας είναι σημαντική, καθώς προσφέρει ιστορικές ενδείξεις
συμπληρώνοντας έτσι τα χάσματα που παρουσιάζει το ιστορικό παρελθόν της
περιοχής.
Παράλληλα η Ιστορία με την ευρύτερη, αλλά και τη στενότερη έννοια, είναι
αρωγός της Ονοματολογίας. Με την ευρύτερη έννοια η Ιστορία θα δώσει στο
γλωσσολόγο-ονοματολόγο πληροφορίες για την ειρηνική ή μη ειρηνική παρουσία
ξενόγλωσσων λαών και φύλων στην περιοχή. Με τη στενότερη έννοια η Ιστορία
προσφέρει στον ονοματολόγο το ιστορικό πλαίσιο της δημιουργίας ενός τοπωνυμίου,
δηλ. το μεμονωμένο ιστορικό γεγονός που έδωσε την αφορμή για την ονομασία ενός
τόπου. Ωστόσο το μεμονωμένο αυτό γεγονός τις περισσότερες φορές δεν διασώζεται.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο απλός άνθρωπος, προκειμένου να δικαιολογήσει και να
ερμηνεύσει ένα τοπωνύμιο, παρετυμολογεί, παρασυσχετίζει δηλ. το τοπωνύμιο με
λέξη ή λέξεις οικείες και γνωστές. Η παρετυμολογική αυτή σύνδεση στηρίζεται
αποκλειστικά στη φωνητική τους ομοιότητα, γεγονός που δημιουργεί εντελώς
λανθασμένες ερμηνείες και συσχετισμούς, όπως έχει συμβεί και σε τοπωνύμια στα
οποία θα αναφερθώ.
Πριν προχωρήσω στην ετυμολογική ανάλυση αυτών των τοπωνυμίων της
πόλης μας, που εξακολουθούν να μένουν ζωντανά στο στόμα των Γιαννιωτών, και
στο πλαίσιο της σύνδεσης της Ονοματολογίας με την Ιστορία, επιβάλλεται μια
συνοπτική αναφορά στην ιστορία και την εξέλιξη της πόλης και της λίμνης οι οποίες
είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Και τούτο για να γίνουν πειστικότερες και
3
περισσότερο κατανοητές οι ερμηνευτικές-ετυμολογικές εκδοχές των τοπωνυμίων στις
οποίες θα αναφερθώ στο κυρίως τμήμα της ομιλίας μου.
Τα Γιάννινα του σήμερα δεν είναι, φυσικά, η πόλη ούτε του 1913 ούτε
παλαιότερων εποχών. Μεγάλωσαν, απλώθηκαν, ψήλωσαν, ομόρφηναν ή ασχήμηναν.
Τα σοκάκια της και τα γκαλντερίμια της ασφαλτοστρώθηκαν, τα ισόγεια ή διώροφα
σπίτια της έγιναν πολυκατοικίες, οι αλάνες και οι αυλές εξαφανίστηκαν. Η τοποθεσία
που περικλείεται σήμερα στο Κάστρο και αποτελούσε ασφαλώς το κύτταρο του
αρχικού οικισμού, θεωρείται πως υπήρξε νησίδα της λίμνης (Βρανούσης 1968: 9ˑ
Ρογκότη – Κυριοπούλου 1999: 11). Η θέση αυτή, εξαιτίας των λιμναίων νερών και
των ελωδών ανθυγιεινών εκτάσεων που την περιέβαλαν, προφανώς δεν ευνοούσε την
ανάπτυξη μεγάλου οικισμού. Ωστόσο η αρχαιολογική σκαπάνη πρόσφατα αποκάλυψε
ότι προϋπήρξε της μεσαιωνικής πολιτείας, ήδη από τα αρχαία και τα ελληνιστικά
χρόνια, ένας τειχισμένος οικισμός, με άγνωστη προς το παρόν ονομασία και ιστορία
(Γραβάνη 1994: 535-553ˑ Παπαδοπούλου 2009: 39-43). Η για πολλές δεκαετίες
κρατούσα άποψη ότι ο αρχικός οικισμός ήταν κτίσμα του Ιουστινιανού δεν είναι
πλέον αποδεκτή, σύμφωνα με τα πορίσματα της αρχαιολογικής και ιστορικής
επιστήμης. Να σημειώσω εδώ εν παρόδω ότι η απεικόνηση του Ιουστινιανού στο
σύμβολο της πόλης διαιωνίζει το πρόβλημα και δημιουργεί στους πολίτες
εσφαλμένους ιστορικούς συσχετισμούς.
Η ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων συνδέεται προφανώς με τη λίμνη της. Τα
γεωλογικά δεδομένα και τα χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιοχής, όπως
αποδεικνύουν σύγχρονες επιστημονικές έρευνες, πιστοποιούν πως η λίμνη των
Ιωαννίνων έχει ηλικία εκατομμυρίων ετών, όταν τα νερά της κατέκλυζαν το
λεκανοπέδιο αφήνοντας να προεξέχουν δίκην νήσων οι λόφοι του Γαρδικίου, της
Καστρίτσας, του Περάματος και η λοφώδης περιοχή δυτικά των Ιωαννίνων
(Κατσίκης 192:17).
Σε μεταχριστιανικές εποχές τα νερά της λίμνης και άλλες ελώδεις εκτάσεις
καταλάμβαναν ολόκληρες περιοχές της σημερινής πόλης. Χαρακτηριστικό είναι το
απόσπασμα από το Χρονικό του Μορέως (περί το 1300):
4
«Το Κάστρον ένι αφυρόν, απέσω εις λίμνην στέκει,
ενώ ένι Μέγας ο Οζερός το γύρωθεν του Κάστρου.
Με το γεφύρι εμπαίνουσιν οι εκείσε κατοικώντες…».
Ας μου επιτραπεί εν παρόδω ένας σύντομος σχολιασμός – παρατήρηση στο
παραπάνω απόσπασμα: Διάφοροι μελετητές, βασιζόμενοι σ’ αυτό το χωρίο, θεωρούν
πως Μέγας Οζερός είναι τοπωνύμιο το οποίο αναφέρεται στη λίμνη των Ιωαννίνων.
Κατά τη γνώμη μου η λ. οζερός, που απαντά και στον Ηπειρωτικό χώρο ως δάνειο
από το σλαβ. (j)ezer/o,-ъ, που έχει τη σημασία «λίμνη» (Οικονόμου 2010: 49ˑ
Moklosich 1970: 105), δεν αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα ως τοπωνύμιο,
αλλά ως προσηγορικό με τον επιθετικό προσδιορισμό μεγάλος, δηλ. «η μεγάλη
λίμνη». Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει, δεν μαρτυρείται
τοπωνύμιο *Μικρός Οζερός, αντιδιασταλτικά προς το οποίο θα είχε δημιουργηθεί το
τοπωνύμιο Μέγας Οζερός. Επίσης αφενός η εκφορά του αποσπάσματος: Μέγας ο
Οζερός με την παρεμβολή του άρθρου και αφετέρου η αναφορά της λίμνης ως λίμνη
στον προηγούμενο στίχο του αποσπάσματος ενισχύει την άποψή μου.
Την ίδια εικόνα, ότι δηλ. τα νερά της λίμνης και άλλες ελώδεις εκτάσεις
κατέκλυζαν ολόκληρες περιοχές της σημερινής πόλης, μας δίνει και ο τούρκος
περιηγητής Evlija Çelebi, ο οποίος κατά το 1670 μας πληροφορεί ότι το φρούριο ήταν
σαν ένα νησί, καθώς περιβαλλόταν από τα νερά της λίμνης.
Ας προσθέσουμε εδώ την πληροφορία που μας δίνει ο Αραβαντινός
αναφερόμενος στα Λιθαρίτσια: «…κατά το άκρον του προς μεσημβρίαν της πόλεως
μεγάλου νεκροταφείου (όπου τώρα ο κήπος του ρολογιού) και ουχί μακράν της λιμναίας
ακτής…» (Φωτόπουλος 1986: 55-56). Άρα το άκρον της πόλεως ήταν κάτω από τον
κήπο του ρολογιού και τα Λιθαρίτσια απείχαν λίγο από την όχθη της λίμνης.
Η λίμνη τροφοδοτείται από πηγές κατά μήκος των οχθών της. Ενισχύεται
επίσης και με τα νερά της βροχής και με τα χιόνια από τις πλαγιές του βουνού
5
Μιτσικέλι και των λόφων που υψώνονται δυτικά της πόλης. Η δυνατότητα απαγωγής
των νερών της γινόταν από καταβόθρες, όπως η περιορισμένης εκροής καταβόθρα
της Καστρίτσας και από την αντίθετη πλευρά από τις καταβόθρες της Λαψίστας και
του Ροδοτοπίου (Κατσίκης 1992: 22 κ.εξ.).
Η αυξομείωση των νερών της λίμνης δεν καθοριζόταν μόνο από την
αυξομείωση των βροχοπτώσεων, αλλά, κυρίως από την ομαλή ή ανώμαλη λειτουργία
των καταβοθρών και των άλλων αποχετευτικών διεξόδων, μέσω των οποίων μέχρι
σήμερα διοχετεύονται προς διάφορες κατευθύνσεις όσα νερά πλεονάζουν. Η συχνή
απόφραξη των καταβοθρών αυτών οδηγούσε πολύ συχνά στην κατάκλυση όλου του
λεκανοπεδίου και τη μετατροπή του σε λίμνη – έλος (Βρανούσης 1968: 8, σημ. 1).
Στον περιορισμό της λίμνης, εκτός από την υποχώρηση των νερών της, πρέπει
να ληφθούν υπόψη οι συνεχείς προσχώσεις που σε πολλά σημεία αλλοιώνουν τη
μορφή των οχθών της. Οι γυμνοί κατά το παρελθόν λόφοι, που βρίσκονται δυτικά της
πόλης, κατέβαζαν με τις καταρρακτώδεις βροχές τόσο υλικό, ώστε εύκολα μπορεί να
αντιληφθεί κανείς πώς οι προσχώσεις μετέβαλλαν βαθμηδόν τις ελώδεις όχθες της
λίμνης σε στερεό έδαφος (Βρανούσης 1968: 8, σημ. 1). Για τις φυσικές προσχώσεις
μπορεί να αναλογισθεί κανείς τους δρόμους της δομημένης σήμερα περιοχής κάτω
από τους λόφους αυτούς που μετά από καταιγίδες και νεροποντές γεμίζουν άμμο,
χαλίκια και κάθε είδος σκουπιδιών.
Είναι λοιπόν κατανοητό πως διάφοροι παράγοντες, κυρίως φυσικοί, αλλά και
ανθρωπογενείς κατά τα τελευταία χρόνια, οδήγησαν την έκταση της λίμνης σε συνεχή
περιορισμό, έτσι ώστε η σημερινή λίμνη να αποτελεί ανάμνηση της αρχικής.
Με βάση αυτή τη συνοπτική αναδρομή στην ιστορία της πόλης και στη
γεωμορφολογική εξέλιξη της λίμνης και κυρίως με βάση τα γλωσσολογικά δεδομένα
και τους γλωσσικούς νόμους, θα επιχειρηθεί με επιστημονική νηφαλιότητα η
ετυμολογική ανίχνευση των τοπωνυμίων που έχουν επιλεγεί. Ας μου επιτραπεί όμως
να σημειώσω πως ο δρόμος της ετυμολογικής προσπάθειας είναι εξαιρετικά
ολισθηρός και επικίνδυνος, αν δεν βασίζεται σχολαστικά στην επιστήμη της
6
γλωσσολογίας συνεπικουρούμενης και από τα δεδομένα άλλων επιστημών, όπως
προαναφέρθηκε.
ΓΙΑΛΙ ΚΑΦΕΝΕ
Στη συνείδηση των Γιαννιωτών έχει κατασταλάξει η άποψη ότι η περιοχή του
Γιαλί Καφενέ πήρε το όνομά της από κάποιο ξύλινο καφενείο με μεγάλα γυάλινα
ανοίγματα-παράθυρα. Βρισκόταν στην ίδια θέση, όπου είναι το σημερινό καφενείο. Η
άποψη αυτή οφείλεται προφανώς στη φωνητική ομοιότητα του τοπωνυμίου με την
ελλην. λέξη γυαλί. Ωστόσο πιστεύω ότι πρόκειται για μια περίπτωση παρετυμολογίας,
δεδομένου πως η συσχέτιση αυτή παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα γλωσσολογικής
φύσεως.
Παρόλο που δεν μπορεί να αποκλειστεί η υαλόφρακτη κατασκευή ενός
καφενείου στην περιοχή (Φωτόπουλος 1986: 79), η ετυμολογική προέλευση του
τοπωνυμίου πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Το βασικό ερώτημα είναι αν το περιφραστικό αυτό τοπωνύμιο, δηλ. το Γιαλί
Καφενέ, είναι ελληνόθετο ή τουρκόθετο, αν δηλ. δημιουργήθηκε από ελληνόφωνους
ή τουρκόφωνους ονοματοθέτες.
Αν το περιφραστικό τοπωνύμιο ήταν ελληνική ονοματοθεσία, και το α΄ μέρος
της περίφρασης είχε τη σημασία «ύαλος, γυαλί», τότε ο έλληνας ονοματοθέτης θα
σχημάτιζε τον περιφραστικό τοπωνυμικό τύπο ως: *Γυάλινος Καφενές, όπως το
παρόμοιο τοπωνύμιο Τούρκικοι Καφενέδες στη σημερινή οδό Ναπολέοντος Ζέρβα και
όχι ως Γιαλί Καφενέ.
Επί πλέον, αν επρόκειτο για ελληνική ονοματοθεσία, τότε ο έλληνας
ονοματοθέτης θα σχημάτιζε διαφορετικά και το β΄ μέρος της περίφρασης. Εφόσον το
β΄ μέρος της περίφρασης είναι το τουρκικό δάνειο της ελληνικής καφενές, ο < τουρκ.
kahvehane, τότε η εκφορά του τοπωνυμίου από τον έλληνα ονοματοθέτη θα ήταν σε
αρσενικό γένος: *ο Γιαλί Καφενές αντί του ουδετέρου γένους που εκφέρεται το
τοπωνύμιο, αντί δηλ. το Γιαλί Καφενέ.
7
Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλ. επρόκειτο για τουρκική ονοματοθεσία, με
α΄ μέρος της περίφρασης λέξη με τη σημασία «ύαλος, γυαλί», τότε δεν θα είχαμε την
ελλην. λέξη γυαλί, καθώς η λέξη αυτή δεν υπάρχει ως δάνειο στην τουρκική, αλλά θα
είχαμε τη σημασιολογικά αντίστοιχη τουρκική λέξη cam που σημαίνει «ύαλος»
(Steuerwald 1972: 145). Από την τουρκική λέξη έχουμε στην ελληνική το τουρκικό
δάνειο τζάμι, το, το οποίο θα γινόταν αποδεκτό από τον ελληνόφωνο κάτοικο της
περιοχής ως α΄ μέρος του περιφραστικού τοπωνυμίου. Στην περίπτωση όμως αυτή το
τοπωνύμιο θα είχε έναν τύπο, όπως π.χ. *Cama Kahvehane.
Με βάση αυτά τα γλωσσικά, και κυρίως λεξιλογικά και σημασιολογικά
δεδομένα, αποκλείονται και οι δύο περιπτώσεις και επομένως με βάση τους
παραπάνω συλλογισμούς δεν μπορεί να υπάρξει απάντηση στο αρχικό ερώτημα για
την εθνικότητα του ονοματοθέτη.
Προκειμένου να γίνει περισσότερο πειστική η ετυμολογική εκδοχή που θα
ακολουθήσει, πρέπει να λάβουμε υπόψη όσα προλογικά αναφέρθηκαν για το ιστορικό
παρελθόν της πόλης και της λίμνης.
Όπως διαπιστώνεται από χάρτη της πόλης των Ιωαννίνων του Barbiè du
Bocage κατά την εποχή του Αλή-πασά και πριν την καταστροφή της πόλης το 1820-
22 η περιοχή του Γιαλί Καφενέ ήταν αδόμητη (Kανετάκης 1994: 243). Το μόνο
κτήριο που εμφανίζεται στο χάρτη είναι η οικία Σταύρου, όπου το μετέπειτα
ορφανοτροφείο Γ. Σταύρου. Σε λεπτομέρεια του ίδιου χάρτη διακρίνεται το κανάλι
που χρησίμευε για την τροφοδοσία του κτηρίου μέσω της λίμνης. Επίσης το κτήριο
του Γ. Σταύρου, και ως εκ τούτου η περιοχή του Γιαλί Καφενέ, απέχει από τη λίμνη
κατά τις αρχές του 19. αι. εμφανώς λιγότερο από όσο παρουσιάζεται στο σύγχρονο
χάρτη των Ιωαννίνων, στον οποίο είναι σαφές πόσο οι προσχώσεις απομάκρυναν τις
όχθες της λίμνης. Το αδόμητο της πόλης από το Ορφανοτροφείο Γ. Σταύρου προς τη
Λίμνη φαίνεται επίσης και σε αεροφωτογραφία του 1932, στην οποία, ανάμεσα από
το Ορφανοτροφείο και τη λίμνη, παρεμβάλλονται μποστάνια.
8
Με βάση αυτά τα δεδομένα, το Γαλί Καφενέ είναι πιθανόν να μην βρισκόταν
σε άμεση επαφή με τη Λίμνη, ωστόσο η γειτνίασή του με την όχθη της ήταν δεδομένη
και η θέασή της ανεμπόδιστη.
Ας σημειωθεί επίσης πως σε ενθύμηση του 1684-85 αναφέρεται η ανύψωση
των νερών της λίμνης κατά 18 πόδια (περίπου 5,50 μ.) πάνω από τη συνηθισμένη
στάθμη με αποτέλεσμα τα νερά να έχουν κατακλύσει όχι μόνον τις παραλίμνιες
συνοικίες αλλά να έχουν φτάσει μέχρι το σημερινό μητροπολιτικό ναό του Αγίου
Αθανασίου (Βρανούσης 1968: 8, σημ. 1).
Δεν αποκλείεται η ίδια κατάσταση να επικρατούσε αντίστοιχα και στην
περιοχή του Γιαλί Καφενέ, η οποία σήμερα μπορεί να είναι σε μεγαλύτερη απόσταση
από την όχθη της λίμνης απ’ ό,τι ο μητροπολιτικός ναός, ωστόσο υψομετρικά
βρίσκεται περίπου στο ίδιο, αν όχι σε χαμηλότερο, επίπεδο. Θυμίζω στο σημείο αυτό
και τις προσχωσιγενείς επεκτάσεις σε βάρος της λίμνης που απομάκρυναν το Γιαλί
Καφενέ από τις όχθες της.
Ο Δημήτριος Σαλαμάγκας εξάλλου μας πληροφορεί ότι: «…τα νερά της λίμνης,
σε πολύ παλιότερους καιρούς, ήταν πολύ περισσότερα από τα σημερινά. Εδώ και
εξήντα-εβδομήντα χρόνια, έγλυφαν τη γραμμή των παραλίμνιων σπιτιών τόσο στη
Λειβαδιώτη όσο και στη Σιαράβα. Και πολλά από αυτά είχαν και ιδιαίτερη ατομική
προς τα νερά σκαλοπούλα» (Σαλαμάγκας 1965: 94).
Ας σημειωθεί επίσης ότι ακόμη και σήμερα σύγχρονοι πληροφορητές
μαρτυρούν ότι συχνά η περιοχή πλημμύριζε κατά τους χειμερινούς μήνες, γεγονός το
οποίο πιθανώς ανάγκασε, το ισόγειο δάπεδο των παλαιότερων κτηρίων της περιοχής,
να είναι υπερυψωμένο κατά 4-5 σκαλοπάτια από το επίπεδο του δρόμου, όπως
παρατηρεί κανείς τόσο στο Ορφανοτροφείο Γ. Σταύρου όσο και στην υποδομή του
σημερινού κέντρου Γιαλί Καφενέ.
Για τους λόγους αυτούς, κυρίως γλωσσολογικούς, που υποστηρίζονται από
γεωλογικούς και ιστορικούς συσχετισμούς, πιστεύω πως το περιφραστικό τοπωνύμιο
Γιαλί Καφενέ είναι ένα τουρκόθετο τοπωνύμιο με α΄ μέρος της περίφρασης την τουρκ.
λέξη yalı που σημαίνει «επίπεδη όχθη // παρόχθια βίλα, περιποιημένη οικία»
9
(Steuerwald 1972: 1002 ˑ Kerestedjian 1971: 75). Η τουρκική αυτή λέξη είναι δάνειο
από την ελλην. λέξη (αι)γιαλί(ον)< (αι)γιαλός (Symeonidis 1972: 75). Το β΄ μέρος της
περίφρασης είναι η σύνθετη τουρκική λέξη kahvehane που σημαίνει «καφενείο» και
προέρχεται από την τουρκική λέξη kahve, που σημαίνει «καφές» + την τουρκική λέξη
hane που σημαίνει «σπίτι, κατοικία».
Μία επιπλέον ένδειξη για το χαρακτηρισμό του τοπωνυμίου ως ξενόθετου
αποτελεί και η αδυναμία κλίσης του, αφού αυτό έμεινε απροσάρμοστο προς τα
δεδομένα της μορφολογίας της ελληνικής γλώσσας. Έτσι π.χ. όποιος θέλει να
αναφερθεί στην περιοχή θα χρησιμοποιήσει άκλιτο το τοπωνύμιο, δηλ. θα πει: η
περιοχή του Γιαλί Καφενέ και ουδέποτε η περιοχή *του Γιαλιού Καφενέ.
Ενδεικτικά για τη σημασία της τούρκικης λέξης yalı είναι και η χρήση της σε
σύγχρονα κείμενα που περιγράφουν παλαιότερες εποχές, όπως στο μυθιστόρημα του
Γιάννη Καλπούζου, Ιμαρέτ, Στη σκιά του ρολογιού (σελ. 548) στο οποίο αναφέρεται
ότι: «…ο Νετζίπ … επισκεπτόταν στις αρχές του καλοκαιριού, ως καλεσμένος, το
εξοχικό του Αβραάμ πασά Καρακεχαγιά. Ήταν ένα παραθαλάσσιο αρχοντικό στο
Βόσπορο. Πίσω του ο λόφος, μπρος η θάλασσα. Όπως και άλλα παρόμοια αρχοντικά,
ονομαζόταν ‘Γυαλί’». Και ο ίδιος στο επόμενο μυθιστόρημά του Άγιοι Δαίμονες. Εις
ταν Πόλιν, Αθήνα 2011 (σελ. 408), γράφει ( πρόκειται για απόσπασμα από το
Ημερολόγιο της Γιοχαή): «Μαργαριτάρι του με ονομάζει και τριαντάφυλλο, και γράφει
πως με αγαπά. Μου γράφει ότι θα περάσει την πρώτη νύχτα του ραμαζανιού με βάρκα
από το γυαλί…», λέξη την οποία επεξηγεί ως «ξύλινο παραθαλάσσιο αρχοντικό».
Επίσης στο πρόσφατο ιστορικό αφήγημα του Σπ. Γόγολου, Στην καρδιά της
αυτοκρατορίας, γίνεται λόγος για διάφορα γιαλί του Βοσπόρου τα οποία επεξηγούνται
ως «πολυτελείς επαύλεις Οθωμανών υψηλόβαθμων αξιωματούχων και πασάδων,
ακριβώς πάνω στις όχθες του Βοσπόρου» (σελ. 226 και σημ. 122). Είναι επομένως
σαφές ότι η τουρκ. λέξη yalɪ έχει μεταπέσει σημασιολογικά από τη σημασία «ακτή,
αιγιαλός, όχθη» στη σημασία «πολυτελής έπαυλη κοντά στον γιαλό», σημασία με την
οποία χρησιμοποιείται πιθανότατα η λέξη στο γιαννιώτικο τοπωνύμιο.
10
Χαρακτηριστικά επίσης είναι τα προσηγορικά ίδιας αρχής από τον Πόντο όπου
γιαλία, η σημαίνει: «η παραλία» και την Κρήτη όπου γιαλιά, η έχει την ίδια σημασία.
Η λέξη συναντάται επίσης και σε άλλα τοπωνύμια, όπως Γιαλιά που είναι ονομασία
χωριού στο Οίτυλο της Λακωνίας, Γιάλια που είναι «μικρός όρμος στην Άνδρο»
(Συμεωνίδης 2010: 419), Γιαλί Τζαμί, ονομασία παράκτιου τζαμιού στα Χανιά και
κυρίως το τοπωνύμιο Γιαλιά, τα που βρίσκεται στο παρόχθιο χωριό Στρούνι (επίσ.
Αμφιθέα) απέναντι από τα Γιάννινα.
ΚΑΛΟΥΤΣΙΑ / ΚΑΛΟΥΤΣΙΑΝΗ
Για την ονομασία της συνοικίας, που συνηθίζεται με δύο τύπους ως Καλούτσια
και Καλούτσιανη, δύο είναι οι κρατούσες και παγιωμένες απόψεις:
Κατά την πρώτη άποψη το τοπωνύμιο προέρχεται από περίφραση τουρκικών
λέξεων, αφενός του επιθ. kanlı που σημαίνει «αιμάτινος» το οποίο προέρχεται από τη
λέξη< kan που σημαίνει «αίμα» (Steuerwald 1972: 479 και 472) και την επιθετ.
κατάλ.-lı και αφετέρου του ουσ. çeşme που σημαίνει «η πηγή, η βρύση» ( Steuerwald
1972: 177). Επομένως κατά την εκδοχή αυτή Καλούτσια και Καλούτσιανη σημαίνει:
«η βρύση του αίματος».
Κατά τη δεύτερη άποψη το τοπωνύμιο προέρχεται από την προσωνυμία καλός,
του πασά Μεχμέτ του Β΄ (1762-1775) και το ουσ. çeşme, όπως αναφέρθηκε
προηγουμένως, δηλ. Καλούτσια και Καλούτσιανη κατά τη δεύτερη άποψη σημαίνει:
«η βρύση (του πασά) του Καλού».
Η φωνητική ομοιότητα των δύο τοπωνυμικών τύπων Καλούτσια και
Καλούτσιανη με τις περιφράσεις, που προαναφέραμε, αφήνουν κενά τα οποία δεν
μπορούν να δικαιολογηθούν, κενά δυσερμήνευτα που ακυρώνουν την ετυμολογική
τους συσχέτιση:
α) Σύμφωνα με τους γλωσσολογικούς κανόνες δεν είναι δυνατόν από το τουρκ.
επίθ. kanlı να προκύψει το θέμα Καλου-. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνον με
την αποβολή του [n] στο συμφων. σύμπλεγμα [nl] του τουρκ. επίθ. kanlı.
11
Ωστόσο τέτοια αποβολή δεν μαρτυρείται όχι μόνον στην κοινή νεοελληνική
αλλά ούτε και στο τοπικό ιδίωμα.
β) Επίσης δεν είναι δυνατόν από το β΄ μέρος του υποτιθέμενου σύνθετου
τοπωνυμίου, δηλ. από το τουρκ. çeşme, να προκύψουν οι ελληνικές απολήξεις
των τοπωνυμικών τύπων σε -ια, δηλ. Καλούτσια και σε -ιανη, δηλ.
Καλούτσιανη.
Αποκλείοντας επομένως τις δύο αυτές εκδοχές πιστεύω πως στη βάση των δύο
τοπωνυμικών τύπων δεν βρίσκονται ούτε το kanlı çeşme ούτε το Καλού çeşme, αλλά
η σλαβ. λέξη kaluža που σημαίνει: «ο βόρβορος, η λάσπη, το έλος» (Šmilauer 1970:
87ˑ Miklosich 1970: 109ˑ Vasmer 1953: 506 και 511). Η λέξη αυτή προέρχεται από τη
σλαβική λέξη kalъ που σημαίνει «μαύρος, βρόμικος, θολός». Από τον αρχικό τύπο
Καλούτσια, που έχει δημιουργηθεί από τη σλαβ. λέξη kaluža, προέκυψε ο τύπος
Καλούτσιανη με την προσθήκη της κατάλ. -jane. Η κατάλ. αυτή είναι δηλωτική των
κατοίκων της περιοχής που αναφέρεται στο θέμα, της Καλούτσιας στο προκείμενο.
Με την ετυμολογική αυτή εκδοχή, εκτός των γλωσσικών δεδομένων, συμφωνεί
και η πραγματικότητα που παρουσίαζε η περιοχή σε παλαιότερες εποχές. Σχετικό
είναι και το γειτονικό τοπωνύμιο Λασπόπορος (και Λασπόπορδος κατά τη λαïκή
περιπαικτική εκφορά) που ενισχύει την άποψη ότι παλαιότερα την περιοχή
χαρακτήριζε η ύπαρξη νερού και έλους. Ακόμη και έως πρόσφατα, στο χώρο που
κτίστηκε το ξενοδοχείο Du Lac επικρατούσε η ίδια κατάσταση.
Η απόρριψη της ετυμολογικής αρχής των τοπωνυμίων από το kanlı çeşme
αφενός και το Καλού çeşme αφετέρου ενισχύεται και από το γεγονός ότι τοπωνύμιο
Καλούτσιανη συναντιέται σε 7 κοινότητες του Νομού Ιωαννίνων: στη Βοδίβιστα
(επίσ. Αμπελιά), στη Γρανίτσα, στο Κοκκινόχωμα, στο Μαζαράκι (ονομάζεται
συνοικία του χωριού), στη Μουκοβίνα, στους Νεγράδες (επίσης συνοικία του χωριού)
και στην Ντόμπρη (επίσ. Παλιά Αλώνια), όπου Καλούτσιανη ονομάζεται η συνοικία
των Μηλιωναίων. Και φυσικά για όλα αυτά τα τοπωνύμια ούτε το kanlı çeşme ούτε
τον πασά τον Καλό μπορούμε να επικαλεστούμε.
12
Ας σημειωθεί επίσης ότι από τα σλαβ. προσηγορικά kalъ / kaluža
σχηματίζονται στο σλαβόφωνο χώρο τόσο ανθρωπωνύμια όσο και τοπωνύμια:
Χαρακτηριστικά είναι τα ανθρωπωνύμια: Kalja, Kalin, Kalota, Kaliman κ.λπ., καθώς
και τα τοπωνύμια: Kal, Kališče, Kalьcь, Kaljevica, Kaljšte, Kalič, Kalnik, Kalinovka
κ.λπ. (Šmilauer 1970: 87ˑ Miklosich 1927: 65 και 152).
Την «ηλικία» του τοπωνυμίου δεν μπορούμε με ακρίβεια να την καθορίσουμε,
παρά μόνο να την εντάξουμε κατά προσέγγιση σε ένα ευρύ χρονολογικό πλαίσιο που
εκτείνεται από τον 7. αι., κατά τον οποίο ιστορικά εμφανίζονται οι Σλάβοι στην
ευρύτερη περιοχή, μέχρι το 15. αι., εποχή κατά την οποία αφομοιώνονται γλωσσικά
με τους γηγενείς.
ΚΑΡΑΒΑΤΙΑ
Η γνωστή συνοικία των Ιωαννίνων είχε δημιουργηθεί κατά το 17. αι., μετά την
έξωση των Χριστιανών από το Κάστρο, δηλ. μετά την επανάσταση του Διονυσίου του
Σκυλοσόφου. Ως εκ τούτου η συνοικία αρχικά συνοικίστηκε από τους εκδιωχθέντες
Χριστιανούς.
Η συσχέτιση του τοπωνυμίου με τη λέξη καράβι και παρόμοια ομόηχα είναι
τελείως απίθανη. Δυσερμήνευτος είναι επίσης ο σχηματισμός του τοπωνυμίου από
κάποια αρχική λέξη, πιθανώς τη λ. καράς που σημαίνει «μαύρος» και προέρχεται από
το τουρκ. kara με τη βοήθεια του λεξικού επιθήματος -βάτης. Είναι γνωστό ότι τα σε
-βάτης παράγωγα ουσιαστικά δηλώνουν το πρόσωπο το οποίο α) βαδίζει, περπατάει
πάνω σε κάτι (π.χ. διαβάτης, ορειβάτης, παραβάτης κ.λπ.) ή β) βαδίζει σε ορισμένη
χρονική διάρκεια ή με συγκεκριμένο τρόπο (π.χ. υπνοβάτης) (Μπαμπινιώτης 2002:
353).
Το ίδιο τοπωνύμιο Καραβατιά ως όνομα συνοικίας – μαχαλά απαντά και στο
χωριό Δέλινο (επίσ. Δελβινακόπουλο), ενώ δύο τοπωνύμια που σχηματίζονται από
ανθρωπωνύμια συναντιούνται στο χωριό Βαριάδες και έχουν τους τύπους: του
Καραβέτη και του Καραβάτη.
13
Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρώ πως στη βάση του τοπωνυμίου μας βρίσκεται η
τουρκ. λέξη karabet που σημαίνει «η γειτνίαση, τα περίχωρα // η συγγένεια, το
συγγενολόι» ( Steuerwald 1972: 488). Ωστόσο είναι άγνωστο αν προέρχεται από
ανθρωπωνύμιο (το επώνυμο Καραμπέτης είναι γνωστό στον ελληνόφωνο χώρο) ή
προέρχεται από δάνειο προσηγορικό, το οποίο ωστόσο δεν μαρτυρείται.
Και στις δύο περιπτώσεις, είτε δηλ. το τοπωνύμιο Καραβατιά προέρχεται από
ανθρωπωνύμιο είτε προέρχεται από δάνειο από την τουρκική πρέπει να
επικαλεστούμε τα ακόλουθα φωνητικά δεδομένα:
α) την τροπή του [b] σε [v], δηλ. από το karabet να προκύψει :Καραβατιά. Το
φαινόμενο αυτό στη Γλωσσολογία είναι γνωστό ως λόγιος εξελληνισμός ή
αποκλειστοποίηση, σύμφωνα με τον οποίο οι φθόγγοι [b, d, g] τρέπονται σε [v,
δ, γ]. Το φαινόμενο θίγει όχι μόνο ξένης αρχής λεξιλογικά στοιχεία, όπως
αποδεικνύουν τα παρακάτω παραδείγματα: π.χ. τα προσηγορικά βάβω/μπάμπω
( <σλαβ. baba,-o), βαρέλα (< ιταλ. barela), δαντέλα (<γαλλ. dentelle ), δερβίσης
(<τουρκ. derviș) κ.λπ. και ιδιαίτερα ανθρωπωνύμια, συνήθως με δύο τύπους,
όπως π.χ. τα: Μπαξεβάνης / Βαξεβάνης, Μπασταρδής / Βασταρδής, Μπέης /
Βέης, Μπογιατζής / Βογιατζής, Μπουγιούκος / Βουγιούκος, Γκλαβάς / Γλαβάς
(<γκλάβα<σλαβ. glava), Gaspar / Γάσπαρης, κ.λπ., αλλά θίγει και στοιχεία
ελληνικής προέλευσης, όπως π.χ. Μπαλωμένος / Βαλωμένος κ.λπ.
β) Πρέπει επίσης να επικαλεστούμε την αφομοίωση του e σε a στην αρχική
φωνηεντική αλληλουχία: a-a-e >a-a-a, δηλ. από το karabet να προκύψει:
Καραβατιά. Και τα δύο αυτά φαινόμενα ενθαρρύνονται από τη διπλοτυπία των
κυριώνυμων τοπωνυμίων από τους Βαριάδες, όπου συναντούμε, όπως
προανέφερα, τόσο τοπωνύμιο του Καραβέτη όσο και τοπωνύμιο του Καραβάτη.
Στο σχηματισμό του τοπωνυμίου Καραβατιά από το τουρκικό karabet, εκτός
από τις βασικές λέξεις, που είναι είτε ανθρωπωνύμιο είτε προσηγορικό, συμμετέχει
και η παραγωγική κατάλ. -ιά που δηλώνει, εκτός των άλλων, και σύνολο ή πλήθος
ατόμων π.χ. : αγροτιά, εργατιά, Βλαχιά, Αρβανιτιά, Αρναουτιά, Τουρκιά κ.λπ.
14
KIAΦA και Α[ï]ΔΟΝΙ
Το τοπωνύμιο Κιάφα είναι αλβανικής αρχής. Προέρχεται από το αλβ. ουσ.
qaf/ë, -a , που σημαίνει «ο λαιμός, ο τράχηλος» ( Γκίνης 1998: 791). Όπως στην
ελληνική, έτσι και στην αλβανική και άλλες γλώσσες, ουσιαστικά που δηλώνουν
μέρη του σώματος χρησιμοποιούνται ως γεωγραφικοί όροι και αποτελούν τη βάση
για τη δημιουργία τοπωνυμίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ελλ. λαιμός,
αυχένας (π.χ. του Μετσόβου), φρύδι (π.χ. το Φρύδι του Γκρεμού), αντίστοιχο του αρομ.
dzeană (π.χ. Τζεάνă λα Γρέκι) κ.λπ. Έτσι και το αλβ. qaf/ë, -a δηλώνει ως
γεωγραφικός όρος και «τον αυχένα, το διάσελο», όπως στα παραδείγματα: qafë mali
που σημαίνει «αυχένας του βουνού», qafë kodre που σημαίνει «αυχένας του λόφου»
κ.λπ.
Η αλβανική παρουσία στην περιοχή Ιωαννίνων είναι γνωστή ήδη από τα μέσα
του 14. αι. στην εποχή του Συμεών Ούρος (1360 κ.εξ.), του Θωμά Πρελιούμπου
(1370 κ.εξ.), της Αγγελίνας, συζύγου του Θωμά, και επί Καρόλου Τόκκου (1411
κ.εξ.). Επίσης η αλβανικής αρχής ονομασία της περιοχής Κιάφα με κάνει να
πιθανολογήσω πως η γειτονική συνοικία Αïδόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στις
συνοικίες Λακκώματα και Κιάφα, δεν έχει σχέση με το γνωστό ωδικό πτηνό, το
αηδόνι. Θεωρώ πιθανό να πρόκειται για αγιωνύμιο που σχετίζεται με τον Άγιο
Δονάτο, άγιο που στα αρβανιτοχώρια της Θεσπρωτίας είναι γνωστός με το λαïκό
όνομα Αïδόνης.
Αντίστοιχο παράδειγμα είναι το τοπωνύμιο τα/η Αïδονίτσ(ι)α, (<Αïδονίτισσα,
ενν. εκκλησία) που μαρτυρείται στην περιοχή του χωριού Μπαρκ(ου)μάδι. Το
τοπωνύμιο αυτό αναφέρεται σε θέση, όπου σήμερα υπάρχει εικόνισμα, άγνωστο σε
ποιον άγιο αφιερωμένο, στο δρόμο προς το Μοναστήρι. Όπως στην περίπτωση της
συνοικίας Κιάφα στα Γιάννινα, έτσι και εδώ, η ονομασία του χωριού Μπαρκ(ου)μάδι
είναι αλβ. αρχής καθώς προέρχεται από το αλβ. barku το οποίο σημαίνει «η κοιλιά»
(Γκίνης 1998: 54-5), + madhe που σημαίνει «ο μεγάλος» ( Γκίνης 1998: 492), δηλ. «η
μεγάλη κοιλιά», για να δηλωθεί ο λόφος της Καστρίτσας. Για τη θέση αυτή
διασώζεται επίσης η παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι του χωριού ήρθαν
15
από το Καρβουνάρι της Θεσπρωτίας, γνωστό αρβανιτοχώρι. Έχουμε επομένως ένα
παράλληλο παράδειγμα που ενισχύει την άποψή μου ότι το τοπωνύμιο Αïδόνι
προέρχεται από το λαϊκό όνομα του Αγίου Δονάτου, δηλ. από το αγιωνύμιο Αïδόνης.
Ο Άγιος Δονάτος σπανίως απαντάται στο Νομό Ιωαννίνων στο σχηματισμό
αγιώνυμων τοπωνυμίων. Συναντάται στο χωριό Λοζέτσι (επίσ. Ελληνικό) και στο
Βερνίκο (επίσ. Βερενίκη), όπου είναι σε χρήση και τοπωνύμιο Αïδονάτικα, δηλ. «τα
κτήματα που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της εκκλησίας». Συναντάται επίσης
τοπωνύμιο Δονάτος, ο στην Μπουράτσια (επίσ. Αγία Τριάδα), στο Ζαβράτσι (επίσ.
Κέδρος) και Δονάτο, το στο Βαρλάμ. Χαρακτηριστικό είναι και το κυριώνυμο
τοπωνύμιο του Δημαηδόνη στο Κάτω Βερνίκο που προέρχεται από τη σύνθεση του
βαφτ. Δήμος και του επων. Αηδόνης. Σχετικά με το τελευταίο παράδειγμα μπορεί
κανείς εύλογα να παρατηρήσει πως θα ήταν ασέβεια να ονομαστεί κάποιος «Άγιος
Δονάτος», δηλ. Αïδόνης, όπως κανένας δεν θα μπορούσε να ονομαστεί Αïγιώργης,
Αïγιάννης κ.τ.ό. Ωστόσο το γεγονός της παρετυμολογίας του προς το ωδικό πτηνό
αηδόνι επέτρεψε τη δημιουργία του επωνύμου.
Η παραπάνω ετυμολογία του τοπωνυμίου Αïδόνι από το Αïδόνης, δηλ. το λαϊκό
όνομα του Αγίου Δονάτου, για να μην αποτελεί μόνον υπόθεση, πρέπει να
συμφωνήσει και να ενισχυθεί με δύο ιστορικά δεδομένα τα οποία απουσιάζουν: α) ότι
στην περιοχή εγκαταστάθηκαν κατά το παρελθόν Αλβανοί/Αρβανίτες και β) ότι στη
θέση αυτή υπήρξε κάποια εκκλησία ή εικόνισμα αφιερωμένο στον Άγιο Δονάτο.
ΚΟΥΡΑΜΠΑΣ
Πρόκειται για ονομασία της γνωστής θέσης όπου παλαιότερα ήταν το Ξενία
των Ιωαννίνων και σήμερα το ξενοδοχείο Grand Saray. Η θέση αυτή κατοπτεύει προς
Α την πόλη και έχει εξαιρετική θέα προς τη λίμνη.
Για το τοπωνύμιο Κουραμπάς, που είναι τουρκικής αρχής, έχει διατυπωθεί από
τον Δ. Σαλαμάγκα η άποψη ότι προέρχεται από το αραβ. γουρεμπά που σημαίνει
«άστεγος, άπορος, ξένος» (Σαλαμάγκας 1961: 1009).
16
Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Κ. Φωτόπουλος ο οποίος αναφέρει πως στο
σημείο αυτό κατά το τελευταίο τέταρτο του 19. αι. υπήρχε νοσοκομείο που ήταν
«…κτίσμα του ρέκτη Ρασήμ πασά…» (Φωτόπουλος 1986: 45-6).
Πράγματι η αραβ. λέξη γουρεμπά χρησιμοποιείται και στα τουρκ., όπου gureba
σημαίνει « ο φτωχός, ο αξιολύπητος» (Steuerwald 1972: 344).
Οι σημασίες ωστόσο αυτές («φτωχός, ξένος» κ.λπ.) δύσκολα θα μπορούσαν να
δώσουν τοπωνύμιο. Και τούτο, γιατί, αν η αιτία της ονομασίας ήταν κάποιο ίδρυμα
(πτωχοκομείο, νοσοκομείο κ.τ.ό.) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μεν τη
σημασία «πτωχοκομείο» οι τουρκ. λέξεις fakirler (<fakir «φτωχός») yurdu (<yurt
«τόπος φροντίδας»), darülâceze και για τη σημασία «νοσοκομείο» η λ. hastane κ.λπ.
Ο Σωτήρης Ζούμπος αναφέρει (Zούμπος 1985: 327) ότι η θέση, όπου σήμερα
βρίσκεται το κτήριο του Στρατολογικού Γραφείου, «…επί τουρκοκρατίας ονομαζόταν
‘Μπας Καρακόλ’ και από την άλλη, τη βορεινή πλευρά, το ‘κονάκι’ του πασά, ένα
κομψό και ωραίο παλατάκι, ανεγερθέν προ ενενηκονταετίας ως κατοικία του βαλή, ήτοι
του πασά – γενικού διοικητού». Ο τουρκ. στρατιωτικός όρος baș karakοl έχει τη
σημασία «κύρια περίπολος», αλλά και « φρουρά χωροφυλακής» και «κύριο φυλάκιο»
(Steuerwald 1972: 93 και 489).
Κατά την άποψή μου το τοπωνύμιο προέρχεται από το τουρκ. δάνειο της
ελληνικής κουμπαράς (και στον πληθυντικό κουμπαράδες). Σύμφωνα με τον Μπόγκα,
στο γνωστό λεξικό των Ηπειρωτικών ιδιωμάτων, με το όνομα κουμπαράδες «είναι
γνωστές σήμερα οι στρογγυλές, όπως ο κουμπαράς, οβίδες της εποχής του Αλή πασά»
(Μπόγκας 1966: 140). Βέβαια η λέξη κουμπαράς, τόσο με τη σημασία της ως «πήλινο
ή ξύλινο κουτί, όπου φυλάσσονται οι οικονομίες» όσο και με τη σημασία της ως
«όλμος», προέρχεται από την τουρκ. λέξη kumbara που σημαίνει «ο κουμπαράς // η
βολίδα, η σφαίρα // ο όλμος» (Steuerwald 1972: 564).
Ως εκ τούτου, παρόλο που είναι άγνωστος ο χρόνος της ονοματοθεσίας, θεωρώ
πως το τοπωνύμιο Κουραμπάς προέρχεται από το τουρκικό δάνειο κουμπαράς με τη
μετωνυμική σημασία «φυλάκιο, φρουρά» από τη σημασία «όλμος» και με
αντιμετάθεση των [mb-r > r-mb.
17
Η ετυμολόγηση που προτείνω, εκτός των σημασιολογικών δεδομένων που
προανέφερα, έχει το πλεονέκτημα ότι από την τουρκ. λέξη kumbara έχουμε δάνειο
στα Ηπειρωτικά ιδιώματα με τη σημασία «όλμος».
Απομένει να διαπιστωθεί από την ιστορική έρευνα η παλαιότητα του
τοπωνυμίου, δηλ. πότε μαρτυρείται για πρώτη φορά, πριν από τη δημιουργία του
πτωχοκομείου, του νοσοκομείου κ.λπ., που μας παραδίδουν οι ιστορικές πηγές, ή
μετά την ίδρυσή τους;
Η μαρτυρία ωστόσο του Ζούμπου για την ύπαρξη στην περιοχή φρουράς και
φυλακίου, αναμενόμενη στην συγκεκριμένη θέση απ’ όπου μπορεί κανείς να
κατοπτεύσει προς Α την πόλη και το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, κάνει πιθανότερη,
αν όχι βέβαιη, την απόδοση του τοπωνυμίου στην τουρκ. λέξη kumbara που
προτείνω.
ΛΙΘΑΡΙΤΣΙΑ
Πρόκειται για τη γνωστή θέση στο κέντρο της πόλης, όπου έχουν διασωθεί,
εκτός των άλλων, υπολείμματα κάστρου, που χτίστηκε επί της εποχής του Αλή πασά,
το οποίο φιλοξενούσε και τους τούρκικους στρατώνες.
Ο Ψαλίδας ( Ψαλίδας 1965: 122) σημειώνει ότι «….ο Αλής έκτισε μία κούλια
πολεμική, δυνατή και υψηλή και την εστόλισε με τόπια στα τρία πατώματά της…» και
παρακάτω «…Στην κατασκευή της τεράστιας αυτής κούλιας, που συγκοινωνούσε με το
σεράι του Αλή πασά με πέτρινο γεφύρι, είχαν χρησιμοποιηθεί μόνο μεγάλες πέτρες και
σίδερα, ξύλο δεν υπήρχε.».
Το τοπωνύμιο αναφέρεται επίσης από τον Σαλαμάγκα ως Κούλια της
Λιθαρίτσας ή σε θηλ. γένος μονολεκτικά χωρίς τη λ. κούλια, δηλ. : η συνοικία …της
Λιθαρίτσας (περί το σημερινό Στρατώνα) ( Σαλαμάγκας 1958: 19 και 34).
Το τοπωνύμιο χωρίς αμφιβολία σχετίζεται με τη λέξη λιθάρι που είναι
υποκοριστικό του ουσ. λίθος. Ωστόσο ως βάση για το σχηματισμό του τοπωνυμίου
δεν είναι το υποκορ. *λιθαρίτσι, καθώς πρόκειται για λέξη η οποία, μολονότι είναι
δυνατό να σχηματιστεί, εντούτοις δεν μαρτυρείται ούτε ιδιωματικά ούτε και στην
18
κοινή νεοελληνική. Η λ. λιθάρι μορφολογικά είναι υποκοριστικό και προέρχεται από
τη λ. λίθος και την υποκορ. κατάλ. -άρι. Δεν είναι όμως και σημασιολογικά
υποκοριστικό, καθώς η υποκοριστική σημασία του έχει αποτριβεί. Γι’ αυτό το λόγο η
λ. λιθάρι υποκορίστηκε εκ νέου με τη βοήθεια της υποκορ. κατάλ. -άκι, απ’ όπου
προέρχεται η λ. λιθαράκι, αλλά όχι ο αμάρτυρος τύπος *λιθαρίτσι που θα μπορούσε
να δημιουργηθεί με την επίσης υποκορ. κατάλ. -ίτσι.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ονοματολογίας ως βάση για τη δημιουργία των
τοπωνυμίων συνήθως βρίσκεται μια λ. που χρησιμοποιείται ή χρησιμοποιήθηκε από
το λαό. Για τη δημιουργία του τοπωνυμίου Λιθαρίτσια αυτή η βασική λ. δεν μπορεί να
είναι ένας αμάρτυρος τύπος, δηλ. η λ. *λιθαρίτσι, παρόλο που το τοπωνύμιο
Λιθαρίτσια παραπέμπει σ’ αυτή.
Εκτός αυτού τα υποκοριστικά λιθάρι, λιθαράκι, *λιθαρίτσι δεν θα μπορούσαν
να αποτελέσουν τη βάση για την ονομασία μιας κούλιας «δυνατής, υψηλής και
τεράστιας με τρία πατώματα», όπως την περιγράφει ο Ψαλίδας.
Γι’ αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι ως βάση για το σχηματισμό του
τοπωνυμίου είναι η λέξη λιθάρι με την επιθετική κατάλ. -ίτισσα : δηλ. λιθαρίτισσα που
είναι επιθετ. τύπος ο οποίος προσδιόριζε το ουσ. κούλια, όπως φαίνεται και από τους
τοπωνυμικούς τύπους που παραθέτει ο Σαλαμάγκας: Kούλια της Λιθαρίτσας, και
(συνοικία) της Λιθαρίτσας. Από τον έτσι σχηματισμένο επιθετ. τύπο λιθαρίτισσα (ενν.
Κούλια) προέκυψε με την αποβολή του άτονου [i], αποβολή που έχει ισχύ νόμου στα
βορείου τύπου ιδιώματα, ο τύπος Λιθαρίτσα, όπως την αναφέρει και ο Σαλαμάγκας.
Με την αποβολή του άτονου [i], προκύπτει κατάλ.-ίτσα, η οποία δίνει την εντύπωση
πως πρόκειται για τη σλαβ. αρχής υποκορ. κατάλ. -ίτσα (< σλαβ. -ica) και συντελεί
στην αλλαγή του γένους σε ουδέτερο με την παράλληλη ουράνωση του [ts>tš].
Με την ίδια κατάληξη -ίτισσα η οποία με την αποβολή του άτονου [i]
εξελίσσεται στην κατάλ. -ίτσα, σχηματίζονται και άλλα γνωστά τοπωνύμια, όπως π.χ.:
Καστρίτσα (<καστρίτισσα), Λουβιαρίτσα (<λουβιαρίτισσα), Παλαιοκαστρίτσα (<
παλαιοκαστρίτισσα), Παρηγορίτσα ( <παρηγορίτισσα ) κ.λπ. Σε όλες τις παραπάνω
περιπτώσεις ο αρχικός επιθετικός τύπος αποδίδεται στην Παναγία που βρίσκεται στο
19
στο κάστρο ή στο παλιό κάστρο, στην Παναγία που παρηγορεί, στηνΠαναγία που
προστατεύει τους λουβιάρηδες, δηλ. τους λεπρούς κ.λπ.
ΜΑΤΣΚΑΣ
Πρόκειται για ονομασία περιοχής με έκταση λιβαδιών και μποστανιών
ανάμεσα από την πλατεία Μαβίλη μέχρι το Ορφανοτροφείο Γ. Σταύρου.
Το τοπωνύμιο προέρχεται από κύριο όνομα, δηλ. προέρχεται από το
ανθρωπωνύμιο Μάτσκας, το οποίο πρέπει να αποδοθεί στο σλαβικό θηλ. βαφτιστικό
Macka / Mace που είναι συντομευμένος - χαïδευτικός τύπος του βαφτιστικού Maria.
Από τους συντομευμένους – χαïδευτικούς τύπους προέκυψαν τα σλαβικά ουσιαστικά
maka και mace που σημαίνει «η γάτα», αφού στις σλαβικές γλώσσες δεν είναι σπάνια
η δημιουργία ουσιαστικών από ανθρωπωνύμια ( Miklosich 1970: 179).
Από τα σλαβικά ουσιαστικά έχουμε δάνεια στα Ηπειρωτικά ιδιώματα, όπως οι
λέξεις: η μάτσω/-ου που σημαίνει «η γάτα» και το υποκοριστικό της το ματσί που
σημαίνει «το γατάκι», το ρήμα ματσιάζω που σημαίνει «μαραίνω ζώο, πουλί
πιάνοντάς το διαρκώς με τα χέρια», ρήμα ταυτόσημο του γατσιάζω. Επίσης το ουσ. η
μάτσκα που σημαίνει «οδοντωτόν σιδηρούν έλασμα, όπερ κρατεί τον κορμόν επί του
υδροπρίονος» και μάτσκαρης που δηλώνει «τον γαλίφο, αυτόν που καλοπιάνει
κάποιον, όπως η γάτα» (Οικονόμου 2010: 75-6).
Από το σλαβ. mace προέρχονται επίσης το αλβ. mac/e, -ja που σημαίνει «η
γάτα» ( Γκίνης 1998: 492) καθώς και το αρομ. maţă με την ίδια σημασία ( Papahagi
1974: 773).
Μολονότι από τη σημασία «γάτα» σχηματίζονται επώνυμα στον ελλαδικό χώρο
(Γάτος, Γάτας, Γατόπουλος κ.λπ.), ο σχηματισμός επωνύμου από βαφτιστικό είναι
περισσότερο συχνός, αφού για την ονοματοδοσία ενός παιδιού χρησιμοποιείται
συχνότατα είτε το βαφτιστικό της μητέρας (μητρωνυμικό επώνυμο) ή το βαφτιστικό
του πατέρα (πατρωνυμικό επώνυμο). Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι το
ανθρωπωνύμιο Μάτσκας προέρχεται από το σλαβ. υποκορ.- χαϊδευτικό τύπο Macka
20
του ονόματος Maria και όχι από τα προσηγορικά, γνήσια ή δάνεια, με τη σημασία
«γάτα».
Να σημειώσω τέλος πως από το ετυμολογικά συγγενές επών. Ματσίκας δεν
μπορεί να προέλθει το επών. Μάτσκας, καθώς το τονισμένο [í] δεν είναι δυνατό να
αποβληθεί. Το επών. Ματσίκας πρέπει με μεγαλύτερη πιθανότητα να αποδοθεί στο
αρομ. maţă με τη βοήθεια της αρομ. υποκορ. κατάλ. -icu, -ică, κατάλ. που έγινε
παραγωγική και στην ελληνική γλώσσα: Μιμίκος, Αντρίκος κ.λπ., Αννίκα, Μιμίκα
κ.λπ.
ΣΙΑΡΑΒΑ
Ονομασία συνοικίας ανάμεσα από τη μητρόπολη και την οδό Ζαλοκώστα, πιο
πάνω από τη θέση Σκάλα.
Ο Σαλαμάγκας ( Σαλαμάγκας 1965) αναφέρει το τοπωνύμιο σε θηλυκό και
αρσενικό γένος: στη Σιαράβα (σελ. 13 και 18) και του Σιαράβα (σελ. 34).
Σύμφωνα με άποψη που έχει διατυπωθεί σε εκπομπές ντόπιων τηλεοπτικών
καναλιών, η ονομασία της συνοικίας οφείλεται στο γεγονός ότι στην περιοχή
τοποθετούσαν τα καλάμια «στην αράδα» για να στεγνώσουν, καθώς τα μετέφεραν
εκεί από τη γειτονική Σκάλα, όπου οι βάρκες ξεφόρτωναν διάφορα προïόντα από
παρόχθιες περιοχές της λίμνης. Από τη φράση «στην αράδα», που έβαζαν τις καλαμιές
για να κατασκευάσουν ψάθες, προέκυψε το τοπωνύμιο Σιαράβα. Χωρίς αμφιβολία
πρόκειται για παρετυμολογική προσέγγιση, δεδομένου πως φωνητικοί λόγοι δεν
επιτρέπουν την εξέλιξη από το: «στην αράδα» σε Σιαράβα.
Το τοπωνύμιο είναι κυριώνυμο και προέρχεται από το επώνυμο Σιαράβας,
επώνυμο το οποίο είναι συχνό στο χωριό Σταυράκι. Ο μεταπλασμός, δηλ. η αλλαγή
του γένους από αρσενικό σε θηλυκό, πιθανώς από τη λέξη ντάμπια που υπήρχε στην
περιοχή (Σαλαμάγκας 1965: 18): στη (Ντάπια του) Σιαράβα > στη Σιαράβα.
Το επώνυμο Σιαράβας είναι δυνατό να προέρχεται:
ή α) από τα τουρκικά șarabe / șerrabe «ο θύσσανος, η φούντα» (Steuerwald
1972: 866 και 872) με το αρχικό ș- των τουρκικών λέξεων να διατηρείται ως
21
ουρανικό [š] και στο επώνυμο Σιαράβας και απόδοση του τουρκικού [b] ως [v]
(λόγιος εξελληνισμός / αποκλειστοποίηση). Πβ. και το σημασιολογικά
αντίστοιχο ελληνικό επώνυμο Φούντας.
ή β) από το σλαβ. serъ πβ. και βουλγ. ser « γκρίζος, σταχτής», σερβ. ser
«βρόμικος» κ.λπ. ( Vasmer 1955: 616-17ˑ Συμεωνίδης 2010: 1243) και τη σλαβ.
επιθετ. κατάλ. -ava ( Miklosich 1927: 212).
Πβ. και το περιφραστικό τοπωνύμιο η Ράχη του Σιαράβα (από τη Λευκοθέα,
παλιά Αραχοβίτσα), περίφραση που υποδηλώνει ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από
κύριο όνομα.
Της ίδιας ετυμολογικής αρχής πρέπει να θεωρηθεί και το όνομα του
τουρκογιαννιώτη Ραγήπ Σεράβ (Σαλαμάγκας 1958: 81 και 93, σημ. 17).
Η ανίχνευση των αρχών των τοπωνυμίων της πόλης των Ιωαννίνων δεν
αποτελεί μόνο μια συμβολή στη γλωσσολογική και στην ονοματολογική επιστήμη.
Προσφέρει παράλληλα ιστορικές ενδείξεις, συμπληρώνει τα χάσματα που
παρουσιάζει το ιστορικό παρελθόν της περιοχής και ανακαλεί στη μνήμη μας
διάφορους κατά καιρούς λαούς και φύλα, που, ειρηνικά ή μη ειρηνικά, βρέθηκαν στο
χώρο μας. Πλην των τοπωνυμικών αυτών καταλοίπων και μερικών δάνειων λέξεων
καθημερινής χρήσης οι κατά καιρούς «επισκέπτες» της περιοχής αφομοιώθηκαν και
γλωσσικά από τους γηγενείς ελληνόφωνους.
Η Ήπειρος ήταν από παλιά χώρος ελληνικός, όπου λατρεύτηκαν οι αρχαίοι θεοί
και ακούστηκαν τα μαντεύματα της δωδωναίας βαλανιδιάς, χώρος χριστιανικός και
βυζαντινός, όπου μεγαλούργησε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, χώρος ο οποίος κατά την
τουρκοκρατία έγινε εστία παιδείας, γραμμάτων και ηρωικών πράξεων, όπως αυτές
εκδηλώθηκαν κατά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913.
Σήμερα το έθνος δοκιμάζεται από μια επίθεση και κρίση άλλου τύπου. Έχοντας
πάντα κατά νου την αντοχή της ελληνικής γλώσσας που επιβίωσε εδώ και
τουλάχιστον 4000 χρόνια μέχρι τις μέρες μας και αναδείχθηκε ισχυρότερη όλων των
γλωσσικών επιρροών των κατά καιρούς κατακτητών, ευελπιστούμε πως σύντομα θα
22
ξεπεράσουμε αυτή την κρίση που βιώνει η χώρα μας με σύμπνοια, αλληλεγγύη,
θάρρος και πίστη στις μεγάλες αρετές των Ελλήνων, αυτές που δυστυχώς μόνο σε
δύσκολες στιγμές αναδεικνύονται σε όλο τους το μεγαλείο.
Speramus. Ας το ελπίσουμε.
23
Βιβλιογραφικές συντομογραφίες
Βρανούσης 1968: Βρανούσης Λ., Ιστορικά και τοπογραφικά του
μεσαιωνικού κάστρου των Ιωαννίνων, Ιωάννινα
(Ε.Η.Μ.).
Γκίνης 1998: Γκίνης Ν., Ελληνοαλβανικό λεξικό, Ιωάννινα (Παν/μιο
Ιωαννίνων).
Γραβάνη 1994: Γραβάνη K., « Ανάγλυφο αγγείο από τα Γιάννινα»,
ΦΗΓΟΣ (τιμητικός τόμος για τον Καθηγ. Σωτ.
Δάκαρη), Ιωάννινα , 535-553.
Ζούμπος 1985: Ζούμπος Σ., Άπαντα, Γιάννινα.
Κανετάκης 1994: Κανετάκης Γ., Συμβολή στην πολεοδομική ιστορία των
Ιωαννίνων, Αθήνα (Τεχν. Επιμ. Ελλάδος).
Kerestedjian 1971: Kerestedjian B., Dictionaire étymologique de la langue
turque, Amsterdam.
Kατσίκης 1992: Κατσίκης Απ., «Η λίμνη των Ιωαννίνων», Ηπειρωτικά
Χρονικά 30, 9-29.
Κορδώσης 2003: Κορδώσης Μ., Τα βυζαντινά Γιάννενα, Αθήνα.
Miklosich 1970: Miklosich F., Etymologisches Wörterbuch der
slavischen Sprachen, Amsterdam.
Miklosich 1927: Miklosich F., Die Bildung der slavischen Personen und
Ortsnamen, Heidelberg.
Mπαμπινιώτης 2002: Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης,
Αθήνα.
Μπόγκας 1964/1966: Μπόγκας Ευ., Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου, τόμ.
Α΄-Β΄, Ιωάννινα (Ε.Η.Μ.).
Οικονόμου 2010: Οικονόμου Κ., Σλαβικά λεξιλογικά δάνεια στα ελληνικά
ιδιώματα της Ηπείρου, Ιωάννινα (Ε.Η.Μ.).
24
Papahagi 1974: Papahagi T., Dicționarul dialectului aromân, general și
etimologic, București.
Παπαδοπούλου 2009: Παπαδοπούλου B., «Κάστρο Ιωαννίνων. Η ιστορία των
οχυρώσεων και του οικισμού», στο συλλογικό έργο Το
κάστρο των Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 39-43 (Υπ.
Πολιτισμού και Η΄ Εφορεία Βυζαντ. Αρχαιοτήτων).
Παππάς 2001: Παππάς Στ., Παμβώτις, η χιλιοτραγουδισμένη λίμνη των
Ιωαννίνων, Ιωάννινα (Νομ. Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων).
Ρογκότη-Κυριοπούλου 1999: Ρογκότη-Κυριοπούλου Δ., Γιάννινα, Αθήνα
(ΜΕΛΙΣΣΑ).
Σαλαμάγκας 1958: Σαλαμάγκας Δ., Γιαννιώτικα ιστοριοδιφικά μελετήματα,
Γιάννινα.
Σαλαμάγκας 1961/1962: Σαλαμάγκας Δ., «Τουρκο-περσο-αραβικές λέξεις στο
γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωμα. Ηπειρωτική Εστία 10 και
11.
Σαλαμάγκας 1965: Σαλαμάγκας Δ., Περίπατοι στα Γιάννινα, Ιωάννινα
(Ε.Η.Μ.).
Steuerwald 1972: Steuerwald K., Türkisch-deutsches Wörterbuch,
Wiesbaden.
Symeonidis 1982: Symeonidis Ch., Der Vokalismus der griechischen
Lehnwörter im Türkischen, Amsterdam.
Συμεωνίδης 2010: Συμεωνίδης Χ., Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών
οικωνυμίων, τόμ. Α΄-Β΄, Λευκωσία – Θεσσαλονίκη.
Šmilauer 1970: Šmilauer Vl., Handbuch der slawischen Toponomastik,
Praha.
Vasmer 1953/1955/1958: Vasmer M., Russisches etymologisches Wörbuch, τόμ.
Α΄, Β΄, Γ΄, Heidelberg.
Φωτόπουλος 1986: Φωτόπουλος Κ., Τα Γιάννινα, οι μαχαλάδες, τα σοκάκια
και τα τοπωνύμιά τους, Αθήνα.
25
Ψαλίδας 1965: Ψαλίδας Αθ., «Τοπογραφία των Ιωαννίνων», Νέος
Κουβαράς, έτος Γ΄, 115-128.

 

 

 


  • Βίντεο αφιέρωμα: Ιερά Μονή Αγ.Ιωάννου Προδρόμου.Κάτω Μερόπη Πωγωνίου

    Βίντεο αφιέρωμα: Ιερά Μονή Αγ.Ιωάννου Προδρόμου.Κάτω Μερόπη Πωγωνίου

  • Βίντεο αφιέρωμα:Μουσείο Φυσικής Ιστορίας-Πολεμικού Υλικού-Λαογραφικό.Καστάνιανη Πωγωνίου

    Βίντεο αφιέρωμα:Μουσείο Φυσικής Ιστορίας-Πολεμικού Υλικού-Λαογραφικό.Καστάνιανη Πωγωνίου

  • Ιερά Μονή Παναγίας Ραϊδιώτισσας Βροσίνα Ζίτσας.Βίντεο αφιέρωμα.Δείτε το...

    Ιερά Μονή Παναγίας Ραϊδιώτισσας Βροσίνα Ζίτσας.Βίντεο αφιέρωμα.Δείτε το...

  • Δημοτική Πινακοθήκη Χαρακτικής Δήμου Ζίτσας

    Δημοτική Πινακοθήκη Χαρακτικής Δήμου Ζίτσας

  • Ιερά Μονή Πατέρων.Λίθινο Ζίτσας Ιωαννίνων.Βίντεο Αφιέρωμα.Δείτε το...

    Ιερά Μονή Πατέρων.Λίθινο Ζίτσας Ιωαννίνων.Βίντεο Αφιέρωμα.Δείτε το...

  • Λαογραφικό Μουσείο Καρίτσας Ζίτσας Ιωαννίνων

    Λαογραφικό Μουσείο Καρίτσας Ζίτσας.Δείτε το!!!

 

 

 

Διαχειριστής Ιστοσελίδας


Καψάλης Χάρης

Facebook 

twitter

Οικονομική Ενίσχυση της Ιστοσελίδας

yes

Τηλ.Καταγγελιών:
Κιν.6973034101
email: tzourlakos@yahoo.gr

Το κανάλι μας στο YouTube.!!!

Πατήστε επάνω για να μεταφερθείτε στο κανάλι μας στο YouTube

Εάν είναι τής αρεσκείας σας κάντε εγγραφή και γίνεται μέλος του.

 

Το BLOGSPOT τής Ιστοσελίδας μας

 

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΣΥΛΛΟΓΩΝ

(ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ)

Η Ιστοσελίδα δεν ευθύνεται για την επιμελή ενημέρωση των εφημερίδων των Συλλόγων.Ευθύνη μας είναι η άμεση ανάρτηση αυτών εφόσον ο εκάστοτε Σύλλογος στέλνει έγκαιρα τα σχετικά pdf στο email μας.Ευχαριστώ.Χάρης Καψάλης Διαχειριστής.

Αδελφότητα Ζίτσας Ιωαννίνων

 

Αδελφ/τητας Λιγοψινών Ζίτσας

Αδελφ/τας Χαραυγής Πωγωνίου


Αδελφ/τας Καστάνιανης Πωγωνίου

Βήσσανη Πωγωνίου


Αδελφ/τας Κρυονερίου Πωγωνίου


Η Φωνή του Γεροπλάτανου


Ένωση Κεράσοβου Πωγωνίου