Η φυγή του ενεργού πληθυσμού συνεχίζεται και κάθε φορά που χτυπά πένθιμα η καμπάνα κλείνει και ένα σπίτι…
Η πρόσκαιρη επιστροφή αποδήμων, δίνει «ζωή», αλλά δεν κρατά για πολύ
• Η περυσινή απογραφή του πληθυσμού, επιβεβαίωσε τη συνεχιζόμενη πληθυσμιακή συρρίκνωση των χωριών της Ηπείρου.
Μόνο που αποκάλυπτε μέρος του προβλήματος, που είναι πολύ πιο έντονο στην πραγματικότητα, αν «αφαιρεθούν» από την απογραφή και όσοι για συναισθηματικούς λόγους απογράφηκαν στα χωριά ή και ακόμη αν σε αυτή περιλαμβάνονται και οι περιστασιακοί κάτοικοί τους.
Η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή και μάλιστα φανερώνει ότι η ερήμωση πολλών χωριών γίνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Η εικόνα που αντικρίζουν οι απόδημοι που επιστρέφουν για μία- δύο εβδομάδες στα χωριά τους είναι αποκαρδιωτική. Τα περισσότερα σπίτια παραμένουν και θα παραμείνουν κλειστά, καθώς είναι πιά κανόνας ότι κάθε φορά που χτυπάει πένθιμα η καμπάνα ενός χωριού, κλείνει οριστικά και ένα σπίτι!
Τα πανηγύρια, οι συναθροίσεις, οι εκδηλώσεις των ημερών δημιουργούν μια ευχάριστη ατμόσφαιρα και εικόνα, όμως είναι πρόσκαιρη και απατηλή. Το επιβεβαιώνουν άλλωστε οι συνεχείς δυσάρεστες ειδήσεις και εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σχεδόν σε καθημερινή βάση. Μόνο στη διάρκεια του Ιουλίου, είχαμε το κλείσιμο δύο καταστημάτων ΕΛΤΑ σε απομακρυσμένα χωριά, τα Άγναντα και το Θεσπρωτικό, αλλά και το κλείσιμο ενός ακόμη σχολείου, του Δημοτικού Μενίνας Θεσπρωτίας. Όσο και αν η διατήρηση της λειτουργίας τους – που είναι αίτημα των τοπικών κοινωνιών- μπορεί να εξυπηρετεί τους κατοίκους των περιοχών από τις οποίες το κράτος «αποχωρεί», η αιτία είναι ίδια και αναμφισβήτητη: Οφείλεται στην πληθυσμιακή συρρίκνωση, στη μείωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων και όπως μαρτυρά το κλείσιμο του Δημοτικού Σχολείου στη Μενίνα, η υπογεννητικότητα παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της υπαίθρου.
Συνεχής η υποχώρηση του κράτους
Το κλείσιμο των δύο καταστημάτων ΕΛΤΑ και του Σχολείου στη Μενίνα, είναι οι τελευταίοι κρίκοι μιας μεγάλης αλυσίδας «υποχώρησης» του κράτους από την ύπαιθρο που σχηματίζεται εδώ και αρκετά χρόνια. Δεκάδες είναι τα σχολεία που έχουν κλείσει στην Ήπειρο. Οι μαθητές που παραμένουν στα χωριά μετακινούνται μεν σε άλλα σχολεία χωρίς οικονομική επιβάρυνση, βρίσκονται όμως σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους άλλους μαθητές καθώς χάνουν χρόνο στις μετακινήσεις, κουράζονται περισσότερο, δεν έχουν την ίδια στήριξη. Αποτέλεσμα αρκετοί γονείς να αναγκάζονται να μετακινηθούν για διαμονή σε αστικά ή μη αστικά κέντρα, βάζοντας ουσιαστικά λουκέτο στα πατρικά τους σπίτια.
Τα καταστήματα ΕΛΤΑ όπως και τα υποκαταστήματα Τραπεζών συρρικνώθηκαν, σήμερα έχουν μείνει ελάχιστα, στο δε νομό Ιωαννίνων εκτός του λεκανοπεδίου, όσα διατηρούνται παρέμειναν με ισχυρές πιέσεις και αντιδράσεις και λειτουργούν περιοδικά ή και με περιορισμένο προσωπικό που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις άμεσες υποχρεώσεις των πολιτών.
Ανάμνηση και τα καφενεία!
Τα καφενεία, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο και το σημείο συνάντησης των χωριανών, ανήκουν κι αυτά στο παρελθόν. Είτε γιατί δεν υπάρχει κόσμος, είτε γιατί το κόστος λειτουργίας τους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα πενιχρά έσοδα. Σε όσα δε μεγάλα χωριά παραμένουν σε λειτουργία, μετά βίας επιβιώνουν, περιμένοντας ουσιαστικά το δίμηνο του καλοκαιριού, το Πάσχα και ορισμένα την περίοδο του κυνηγιού για να βγάλουν τα έξοδά τους.
Ο ρόλος των καφενείων στη σημερινή εποχή είναι πλέον έντονα κοινωνικός και ως τέτοιος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από την Πολιτεία, αλλά και τους Δήμους, που θα πρέπει να δίνουν κίνητρα ώστε να μένουν ανοικτά και λειτουργικά, εξυπηρετώντας τους λιγοστούς κατοίκους, αλλά και να «υποδέχονται» τους όποιους επισκέπτες της περιοχής τους.
Η φθίνουσα πορεία της υπαίθρου είχε ξεκινήσει ουσιαστικά με την «απόσυρση» της Αστυνομίας, με την υποβάθμιση αρχικά και στη συνέχεια με την κατάργηση των Αστυνομικών Σταθμών. Οι μεταναστευτικές ροές από την Αλβανία, άλλαξαν την κατάσταση και ενίσχυσαν την αστυνομική παρουσία, τελευταία επανεργοποιήθηκαν τα αστυνομικά τμήματα σε κάθε Δήμο, που αποτελεί ωστόσο την εξαίρεση του κανόνα. Και δυστυχώς στον «κανόνα» εντάσσονται πλέον και οι εκκλησίες, καθώς στα μικρά κυρίως χωριά σπάνια τελούνται λειτουργίες και οι ιερείς καλούνται και εμφανίζονται μόνο σε κηδείες και μνημόσυνα. Για γάμους και βαπτίσεις ούτε λόγος να γίνεται. Και το ζήτημα αυτό έχει ευρύτερο κοινωνικό ρόλο για το «χτύπημα» της Κυριακάτικης καμπάνας σημαίνει ότι «υπάρχει ζωή», η Θεία Λειτουργία αποτελεί ευκαιρία συνάντησης των λιγοστών κατοίκων. Μπορεί οι Μητροπόλεις να επικαλούνται μειωμένο αριθμό ιερέων, όμως θα μπορούσαν οι υπάρχοντες περιοδικά να επισκέπτονται τις ενορίες που έχουν «χρεωμένες», έστω και για ηθική- πνευματική στήριξη των κατοίκων. Άλλωστε από το τρίο «παπάς, δάσκαλος, αστυνόμος (αγροφύλακας)», μόνο οι παπάδες είναι εκείνοι που εξακολουθούν να συνδέονται με τα χωριά.
Κίνητρα και πρωτοβουλίες
Ο αντίλογος που υπάρχει για το κλείσιμο υπηρεσιών, σχολείων κλπ, είναι η έλλειψη κόσμου. Είναι μια πραγματικότητα που κανένας δεν μπορεί να παραβλέψει. Οι δύσκολες συνθήκες, η εγκατάλειψη ουσιαστικά της πρωτογενούς παραγωγής, το όνειρο του κόσμου για μια καλύτερη ζωή και αποδοτικότερη εργασία οδήγησε και συνεχίζει να οδηγεί αρκετούς από τους μόνιμους κατοίκους στις πόλεις. Όμως αν λειτουργούσαν οι υπηρεσίες, αν ήταν στελεχωμένες όλες οι δημόσιες δομές υγείας, εκπαίδευσης κ.α., αν οι προσλήψεις γίνονταν με αυστηρά κριτήρια εντοπιότητας και παραμονής στον τόπο εργασίας, τότε θα μπορούσε να συγκρατηθεί ένας αριθμός κατοίκων, να δίνονταν ένα «φιλί ζωής» στις παραμεθόριες και ακριτικές κυρίως περιοχές.
Η Πολιτεία τις τελευταίες δεκαετίες ουσιαστικά «έκλεισε τα μάτια» στην κατάσταση που διαμορφώνονταν. Ακόμη και τα κριτήρια εντοπιότητας στις ορισμένες προσλήψεις, όπως π.χ. συνοριακών αστυνομικών, φρόντισε στη συνέχεια να τα ακυρώσει, δίνοντας ουσιαστικά κίνητρα να εγκατασταθούν και όσοι είχαν προσληφθεί ως μόνιμοι κάτοικοι χωριών, στις πόλεις από τις οποίες μεταφέρονται σε καθημερινή βάση στους τόπους υπηρεσίας τους.
Τι μέλλει γενέσθαι; Δύσκολη η απάντηση και ακόμη πιο δύσκολη η εξεύρεση άμεσα υλοποιήσιμων προτάσεων. Στις παραμεθόριες περιοχές, ίσως να λειτουργούσαν θετικά η θέσπιση αυξημένων κινήτρων για ανάπτυξη επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία ίσως και με την Αλβανική πλευρά. Θα βοηθούσε επίσης η εφαρμογή μιας ειδικής εισοδηματικής πολιτικής για μισθωτούς, συνταξιούχους, αλλά και αυτοαπασχολούμενους με αυστηρά κριτήρια μόνιμης κατοικίας στα χωριά. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί επίσης στην «ομπρέλα» ασφάλειας που πρέπει να δημιουργηθεί, τόσο σε επίπεδο ασφάλειας, όσο κυρίως σε επίπεδο δημόσιας υγείας.
***
Ο χρόνος πάντως πιέζει ασφυκτικά και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, οι υποψήφιοι των κομμάτων είναι αμφίβολο αν θα βρουν κάτοικο στα μισά χωριά που βρίσκονται εκτός Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων και γενικά μακριά από τις πόλεις.
πηγη.Εφημ.ΠΡΩΪΝΟΣ ΛΟΓΟΣ